- μπάλσαμο
- το (Μ μπάλσαμο)βλ. βάλσαμο.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μπάλσαμο < ιταλ. balsamo < βάλσαμο*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μπάλσαμο — το 1. το βάλσαμο (βλ. λ.). 2. ό,τι ανακουφίζει τον πόνο, η ευχαρίστηση, η παρηγοριά: Τα λόγια του ήταν μπάλσαμο στον πόνο της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βάλσαμο — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζονται μερικά υγρά που εκκρίνονται από ειδικά φυτά, μόνα τους ή με χάραγμα. Πρόκειται γενικά για διαλυμένες ρητίνες ή ομογενοποιημένες σε αιθέρια έλαια που περιέχουν βενζοϊκό ή κιναμωμικό οξύ. Σχεδόν όλα τα β. έχουν την … Dictionary of Greek
μπάλσαμος — μπάλσαμος, ὁ (Μ) το βάλσαμο. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μπάλσαμο* με αλλαγή γένους] … Dictionary of Greek
Καλιόστρο, Αλεσάντρο, κόμης του- — (Alessandro conte di Cagliostro, Παλέρμο 1743 – Σαν Λέο 1795). Ψευδώνυμο του Ιταλού τυχοδιώκτη Τζουζέπε Μπάλσαμο. Σε νεαρή ηλικία μπήκε σε μοναστήρι (1758) απ’ όπου γρήγορα αναγκάστηκε να δραπετεύσει εξαιτίας ορισμένων εγκληματικών πράξεών του.… … Dictionary of Greek
βάλσαμο — βάλσαμο, το και μπάλσαμο, το 1. ευωδιαστή ρητίνη που εκκρίνεται από διάφορα δέντρα. 2. ονομασία γενική των φυτών που εκκρίνουν ουσίες αρωματικές. 3. καθετί που ανακουφίζει τον πόνο, τη θλίψη ή ευχαριστεί τις αισθήσεις: Τα λόγια σου ήταν βάλσαμο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)